υπερήφανος

υπερήφανος
-η, -ο / ὑπερήφανος, -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑπεράφανος, -ον, Α
(με θετ. και αρνητική σημ.)
1. (για πρόσ.) περήφανος
2. (για ανθρώπινες εκδηλώσεις) αυτός που ενέχει και δηλώνει έπαρση, που φανερώνει αλαζονεία.
επίρρ...
υπερήφανα / ὑπερηφάνως ΝΜΑ
με υπερήφανο τρόπο
αρχ.
1. (σπάν. με θετ. σημ.) με μεγαλοπρέπεια
2. φρ. «ὑπερηφάνως ζῶ» — διάγω άσωτο, δαπανηρό βίο (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος αβέβαιης ετυμολ., ο οποίος είναι σύνθ. με α' συνθετικό την πρόθεση ὑπέρ και εμφανίζει συνδετικό φωνήεν -η-, πιθ. αναλογικά προς το ὑπερήνωρ, ενώ παραμένει δυσερμήνευτο το β' συνθετικό τής λ., για το οποίο έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις. Κατά μία άποψη, το β' συνθετικό έχει προέλθει από το ρ. φαίνομαι, οπότε η λ. ὑπερήφανος έχει τη σημ. «αυτός που φαίνεται, που προβάλλεται πάνω από τους άλλους». Κατ' άλλους, το επίθ. ὑπερήφανος έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από τον ομηρικό τ. ὑπερηφανέοντες (για τη μορφή τού τ. πρβλ. ὑπερηνορέοντες), ο οποίος έχει προέλθει — με παρετυμολογική επίδραση τού ρ. φαίνομαι — από αμάρτυρο τ. *ὑπερηφενέοντες, εκτεταμένο τ. ενός *ὑπερηφενής (πρβλ. δυσμεν-έων: δυσμενής) με σημ. «πολύ πλούσιος», σύνθετου από το ὑπέρ και τη λ. ἄφενος
«πλούτος». Τέλος, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η λ. προήλθε από έναν τ. *ὑπερηφών, σχηματισμένο αναλογικά προς το ομηρ. κατηφών*, παρλλ. τ. τού κατηφής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑπερήφανος — overweening masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐτυχῶν μὴ ἴσθι ὑπερήφανος ἀπορήσας μὴ ταπεινοῦ. — εὐτυχῶν μὴ ἴσθι ὑπερήφανος ἀπορήσας μὴ ταπεινοῦ. См. В счастьи не возносись …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ὑπερηφανώτερον — ὑπερήφανος overweening masc acc comp sg ὑπερήφανος overweening neut nom/voc/acc comp sg ὑπερήφανος overweening adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερηφανώτατον — ὑπερήφανος overweening masc acc superl sg ὑπερήφανος overweening neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερηφάνω — ὑπερήφανος overweening masc/fem/neut nom/voc/acc dual ὑπερήφανος overweening masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερηφάνως — ὑπερήφανος overweening adverbial ὑπερήφανος overweening masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερήφανον — ὑπερήφανος overweening masc/fem acc sg ὑπερήφανος overweening neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερηφανώτεροι — ὑπερήφανος overweening masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερηφάνοις — ὑπερήφανος overweening masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερηφάνου — ὑπερήφανος overweening masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”